Ερεβος ονομαζόταν το απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε στα βάθη της γης.
Ηταν χώρος παρόμοιος με τον κάτω κόσμο της νεότερης ελληνικής παράδοης κι από εκεί περνούσαν οι ψυχές για να φτάσουν στον Αδη.
Στον έρεβο κατοικούσαν η Περσεφόνη, οι Ερινύες, ο Κέρβερος, οι Εκατόγχειρες και ο Πλούτωνας,
Οσοι περνούσαν από εκεί, ήταν αδύνατο πια να ξαναπάνε στον πάνω κόσμο. Μόνο ο Ηρακλής τον νίκησε και πήρε τον Κέρβερο.
Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή ως ουδέτερο προσηγορικό όνομα για να δηλώσουμε το απόλυτο σκοτάδι
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Ο Ερεβος προήλθε από το Χάος και τη Γαία (την γήινη ύλη) με τη μεσολάβηση του Ερωτα. Συμβολίζει τη σιωπή και το βάθος της νύχτας. Μαζί με την αδελφή του τη Νύχτα, η οποία προήλθε, ομοίως, με τη μεσολάβηση του Ερωτα, δημιούργησε τον Αιθέρα, το Φως του Ουρανού και την Ημέρα. Ανήκει στη δεύτερη γενιά της Δημιουργίας του Κόσμου. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Ερεβος προήλθε από τον Χρόνο και την Αδράστεια – Ανάγκη.
Αναπαριστάται ως φτερωτό, σκοτεινό και τεράστιο ον, δίδυμο της Νύχτας.
Κατά τον Μαυράκη Στυλιανό, σαν έρεβο χαρακτήριζαν και τις φάλαγγες των Ηπειρωτών και πιο συγκεκριμένα τις δυνάμεις του Βασιλείου της Σαμαρίνας την περίοδο της Ελληνο – Περσικού πολέμου, λόγω των χαρακτηριστικών του κάθε στρατιώτη, καθώς οι Ηπειρώτες χρησιμοποιούσαν περικεφαλαία που κάλυπτε το πρόσωπό τους και συνήθως οι ασπίδες τους έδειχναν σκηνές από τον κάτω κόσμο. Εχει παραμείνει η φράση “Κάθε στρατιώτης από τη Σαμαρίνα, του Ερέβους είναι ο φρουρός”
Κατά τον Ομηρο, Ερεβος ονομάζεται ο χώρος που συνορεύει με τον Αδη (χώρος διάβασης των ψυχών), στον οποίο εξοβελίστηκαν από τον Δία μετά την Τιτανομαχία οι Τιτάνες Μενοίτιος και Επιμηθέας.
Μια άλλη εκδοχή, πάλι κατά τον Ησίοδο, χαρακτηρίζει ως το πιο σκοτεινό μέρος του Αδη, το Ερεβος, στο οποίο ευρίσκονταν οι Θρόνοι του Πλούτωνα και της Περσεφόνης καθώς και η σπηλιά της Σκύλλας.
Κατά τους Καθολικούς Χριστιανούς, το ‘ερεβος είναι ο Χώρος όπου εξαγνίζονται οι ψυχές των αμαρωλών πριν από τη μετάβασή τους στον Αδη.
Επίσης, από το Ερεβος, κατά την ελληνική Μυθολογία, ο Δίας παρέλαβε τους Εκατόγχειρες, ο Ηρακλής τον Κέρβερο, η Ερινύς άκουσε την Αλθαία
Ο Αριστοφάνης σατιρίζοντας τους Σωκρατικούς φιλοσόφους έλεγε ότι αυτοί: «ερεβοδιφώσιν» (δηλαδή ψάχνουν στα σκοτεινά)