Το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας (γερμανικά: Ministerium für Staatssicherheit, MfS, ή αλλιώς Stasi προφέρεται: Στάζι) της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ιδρύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1950 και στεγαζόταν σε ένα τεράστιο κτήριο στο Λίχτενμπεργκ του Βερολίνου.
Ανέπτυξε σταδιακά ένα τεράστιο δίκτυο επισήμων υπαλλήλων και πληροφοριοδοτών, οι οποίοι κατασκόπευαν και αρχειοθετούσαν κάθε πτυχή της ζωής εκατομμυρίων πολιτών της χώρας.
Εκτός της κατασκοπείας των πολιτών της χώρας, το έργο της Στάζι περιελάμβανε κατασκοπεία δυτικών κρατών και ιδίως της Δυτικής Γερμανίας.
Όταν το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας καταργήθηκε, αποκαλύφθηκε ότι η Στάζι είχε περίπου 91.000 επίσημους υπαλλήλους. Επιπλέον, η Στάζι είχε δημιουργήσει εκτενή αρχεία, που περιείχαν πληροφορίες για εκατομμύρια ανθρώπους, τόσο από την Ανατολική Γερμανία όσο και από άλλες χώρες. Αυτά τα αρχεία περιλάμβαναν πληροφορίες που συλλέχθηκαν από μια ευρεία γκάμα πηγών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριοδοτών, και χρησιμοποιήθηκαν για τη δίωξη και την καταστολή των αντιπάλων του καθεστώτος.
Εγκλήματα της ΣΤΑΖΙ
Η Στάζι, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, είχε ευθύνη για πολλά εγκλήματα και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Εκτός από την εκτεταμένη κατασκοπεία των πολιτών της χώρας, το έργο της Στάζι περιελάμβανε και κατασκοπεία δυτικών κρατών, κυρίως της Δυτικής Γερμανίας. Επιχείρησε να αποσταθεροποιήσει τη Δυτική Γερμανία μέσω της ενίσχυσης της RAF.
Τέλος, το έργο της περιελάμβανε ανακρίσεις και βασανισμούς κρατουμένων. Μετά από την πτώση του καθεστώτος, βασανισθέντες αποκάλυψαν ότι είχαν ακτινοβοληθεί εσκεμμένα στις φυλακές της Στάζι με ραδιενέργεια, προκειμένου να τους προξενηθεί καρκίνος.