Τα αλλαντικά είναι είδος τροφίμων από ψιλοκομμένο κρέας, συνήθως χοιρινό ή μοσχαρίσιο, που είναι ζυμωμένο με αλάτι και διάφορα καρυκεύματα και περιβάλλεται από έντερα ζώων ή από πλαστικό περίβλημα. Η ονομασία των τροφίμων αυτών προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “αλλάς” που σημαίνει λουκάνικο.
Πιο αναλυτικά, η διαδικασία κατασκευής αλλαντικών ξεκινά από το κόψιμο του κρέατος σε πολύ μικρά κομματάκια, αφού βέβαια προηγουμένως αφαιρεθούν τα κόκαλα, τα νεύρα και ότι άλλο είναι περιττό. Στη συνέχεια το κρέας βράζεται για λίγο και προστίθενται σ’ αυτό διάφορα καρυκεύματα και αλάτι. Μετά, το μείγμα μπαίνει σε έντερα ζώων ή σε άλλα συνθετικά περιβλήματα. Ορισμένα είδη αλλαντικών δε βράζονται καθόλου, υφίστανται όμως κατάλληλη επεξεργασία, ώστε να γίνουν κατάλληλα για κατανάλωση.
Η διατήρηση των αλλαντικών οφείλεται στο ότι περιέχουν αλάτι, που έχει αντισηπτικές ιδιότητες, καθώς επίσης και άλλα συστατικά, όπως είναι το οξικό νάτριο, που δεν επιτρέπουν τη σήψη των τροφών. Εξαιτίας της παρουσίας όμως, των συστατικών αυτών, όπως και εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας άλατος που περιέχουν, η συχνή χρήση αλλαντικών είναι βλαβερή για τον οργανισμό.
Ακόμα, όταν οι τροφές αυτές δεν αποστειρωθούν καλά, προκαλούν δηλητηρίαση που ονομάζεται χαρακτηριστικά αλλαντίαση. Η ασθένεια αυτή, που οφείλεται σε μια τοξίνη που εκκρίνει ένα βακτηρίδιο που λέγεται κλωστρίδιο το βοτουλικό, επηρεάζει τους μυς του ματιού, αλλά και των πνευμόνων, της καρδιάς κ.ά., οπότε γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Κατά τη θεραπευτική αγωγή που ακολουθείται για την αντιμετώπιση της αλλαντίασης, χορηγείται αντιαλλαντικός ορός.
Στην αγορά κυκλοφορούν διάφορα είδη αλλαντικών, όπως είναι τα λουκάνικα, οι μουρταδέλες, τα σαλάμια κτλ., τα οποία υπάρχουν σε διάφορους τύπους, όπως π.χ. τα λουκάνικα Φραγκφούρτης, τα λουκάνικα Σουφλίου κτλ.