Ο φάρος είναι ισχυρή φωτιστική συσκευή, μεγάλος φανός, που είναι τοποθετημένος πάνω σε ψηλό πύργο σε κάποιο κατάλληλο σημείο των ακτών και χρησιμεύει στην καθοδήγηση και στον προσανατολισμό, με το φως του που φαίνεται από μακριά των ναυτικών κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συνεκδοχικά, φάρος λέγεται και ολόκληρο το οικοδόμημα δηλ. ο φανός μαζί με τον πύργο πάνω στον οποίο βρίσκεται.
Συνήθως το φως του φάρου αναβοσβήνει αυτόματα και είναι ηλεκτρικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως δεν είναι αυτόματο κι έτσι πρέπει να μένει συνεχώς κάποιο άτομο εκεί, για να το διατηρεί αναμμένο τη νύχτα. Το άτομο

αυτό λέγεται φαροφύλακας και οπωσδήποτε ασκεί ύψιστο κοινωνικό έργο, γιατί με το άναμμα του φάρου μπορεί ν’ αποφευχθούν μεγάλα ναυάγια. Με τον εκσυγχρονισμό των φάρων οι φαροφύλακες ολοένα και λιγοστεύουν, αλλά αυτό δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο την πολύτιμη προσφορά τους. Συνήθως οι φάροι τοποθετούνται σε απρόσιτες, αλίμενες και βραχώδεις ακτές, για να προφυλάξουν τα πλοία από κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο να τσακιστούν στα βράχια. Εκτός από τους παραπάνω φάρους, υπάρχουν και οι λεγόμενοι ραδιοφάροι, οι οποίοι στέλνουν αυτόματα σήματα στα πλοία για τον προσανατολισμό τους.
Φάροι υπάρχουν και στα αεροδρόμια. Αυτοί λέγονται αεροφάροι και χρησιμεύουν στο να δείχνουν στα αεροπλάνα το διάδρομο προσγείωσης κατά τη νύχτα.
Ο αρχαιότερος παραθαλάσσιος φάρος που κατασκευάστηκε στον κόσμο ήταν ο φάρος της Αλξάνδρειας. Χτίστηκε το 300 π.Χ. περίπου στο νησί Φάρος από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του και η βάση του σώζεται ως τις μέρες μας.