Αγγλοσάξονες: Κοινή ονομασία των γερμανικών φύλων, και συγκεκριμένα των Αγγλων, των Σαξόνων και των Ιούτων, που εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία κατά τον 5ο αι. μ.Χ.
Εκεί, ίδρυσαν διάφορα κρατίδια και αναμείχτηκαν με τους ντόπιους. Αργότερα τα αγγλοσαξονικά κρατίδια ενώθηκαν μεταξύ τους και αποτέλεσαν το αγγλικό κράτος, που ονομάστηκε έτσι επειδή το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών το κατείχαν οι Αγγλοι.
Κατά τον 6ο αι. μ. Χ. οι Αγγλοσάξονες εκχριστιανίστηκαν από τους ιεραποστόλους του Αυγουστίνου του Καντέρμπουρυ.
Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι είχαν αναπτύξει σημαντικά την τέχνη της κατεργασίας του χρυσού, του ασημιού και του ήλεκτρου, με τα οποία κατασκεύαζαν πραγματικά κομψοτεχνήματα. Ανάλογη επιτυχία είχαν και στον τομέα της αγγειοπλαστικής.
Σχετικά με την πολιτειακή τους οργάνωση αναφέρεται ότι ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς, που συγκέντρωνε στα χέρια του τις περισσότερες εξουσίες. Υπήρχε επίσης και μια γερουσία που είχε ως έργο της να τον εκλέγει ή να τον εκθρονίζει.
Η κοινωνία των Αγγλοσαξόνων αποτελείτο από ελεύθερους και ανελεύθερους. Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για τη γυναίκα είναι το ότι ο άντρας αγόραζε εκείνη που επρόκειτο να παντρευτεί.