Ενας αετός κάθονταν στην κορυφή ενός βράχου κι από κει παραμόνευε τους λαγούς. Κάποιος όμως το λάβωσε με μιά σαϊτιά. Η μύτη της σαΐτας είχε ανοίξει μια τέτοια μεγάλη χαρακιά στο κορμί του, που τα φτερά του χώθηκαν μέσα στη λαβωματιά, εκεί μπροστά στα μάτια του, χωρίς ο καημένος ο αετός να μπορεί να κάνει τίποτα!
τότε είπε: «Τι μεγάλο κακό είναι αυτό που με βρήκε, να με θανατώνουν τα ίδια τα φτερά μου»
Ο μύθος θέλει να μας πει το φαρμάκι του πόνου είναι πιο βαρύ όταν το προκαλεί ένα δικό μας πράγμα
Στα Αρχαία Ελληνικά
Ἀετὸς τοξευθείς
Ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωοὺς θηρεῦσαι ζητῶν. Τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας, καὶ τὸ μὲν βέλος έσω εἰσῆλθεν· ἡ δὲ γλυφὶς σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. Ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· ” Καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἐμοῖς πτεροῖς ἀποθνῄσκειν.”
Ὅτι τὸ κέντρον τῆς λύπης δεινότερόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ.