Ο αετός εφόρμησε από έναν ψηλό βράχο και άρπαξε ένα αρνί· τον είδε μία καλοιακούδα και ζήλεψε, οπότε θέλησε να κάνει το ίδιο· ορμάει λοιπόν με πολλή φόρα σε ένα κριάρι. Έτσι, μπλέχτηκαν τα νύχια της καλοιακούδας στο μαλλί του κριαριού και δεν μπορούσε να φύγει και απεγνωσμένα αγωνιζόταν να πετάξει. Βλέπει την καλοιακούδα ο βοσκός, την πιάνει και της κόβει τα φτερά· και σαν βράδιασε, την έφερε στα παιδιά του στο σπίτι. Ρωτάνε τα παιδιά: τι πουλί είναι αυτό, μπαμπά; Τους απάντησε: “σύμφωνα με τη δική μου γνώση, είναι καλοιακούδα· σύμφωνα όμως με το δικό του μυαλό, είναι αετός!”.
Ο μύθος στα Αρχαία Ελληνικά
Ἀετὸς καταπὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθῃ. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μάλλοις, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξυπτερά, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· “Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.”
Οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα, πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν, καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.
καλοιακούδα
καλοιακούδα και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα.
ετοιμολογία
< κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. –ούδα (πρβλ.πεταλ–ούδα)]
εκφράσεις του συρμού
κολοιώ — κοιλοιῶ, άω (Α) [κολοιός] κράζω σαν καλοιακούδα